επιταχύνω

επιταχύνω
επιτάχυνα, επιταχύνθηκα, μτβ.
1. επαυξάνω την ταχύτητα κίνησης ή ενέργειας, κάνω κάτι να κινείται ταχύτερα.
2. κάνω ώστε να εκτελεστεί κάτι συντομότερα, επισπεύδω: Επιτάχυνε την επάνοδό του από το εξωτερικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιταχύνω — επιταχύνω, επιτάχυνα βλ. πίν. 48 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπιταχύνω — ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on pres subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιταχύνω — (Α ἐπιταχύνω) [ταχύνω] αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.) αρχ. φρ. «επιταχύνω… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιταχῦνον — ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc voc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act neut nom/voc/acc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc voc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταχῦναι — ἐπιταχύνω hasten on aor inf act ἐπιταχύνω hasten on aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταχύνῃ — ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on aor subj mid 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on pres subj mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταχύνει — ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd sg ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταχύνουσι — ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταχύνουσιν — ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταχυνόμενον — ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp masc acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp masc acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”